ἐξαπλώσης

ἐξαπλώσης
ἐξάπλωσις
unfolding
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόταξος — (Cephalotaxus). Γένος φυτών της οικογένειας των κωνοφόρων. Πρόκειται για αειθαλή δέντρα ή θάμνους, δίοικα στις περισσότερες περιπτώσεις, με πυκνό φύλλωμα και σπονδυλωτά κλαδιά. Τα φύλλα τους είναι μακριά, βελονοειδή και διατεταγμένα σε δύο σειρές …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… …   Dictionary of Greek

  • αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… …   Dictionary of Greek

  • βιογεωγραφία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη γεωγραφική εξάπλωση των έμβιων όντων. Διακρίνεται στη ζωογεωγραφία και στη φυτογεωγραφία. Η β. δεν επιδιώκει απλώς να γνωρίσει και να κατατάξει σε πίνακες τα έμβια είδη στις ιδιαίτερες περιοχές τους, αλλά αναζητά… …   Dictionary of Greek

  • γάλος — Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα. Καλείται επίσης γ. ο κοινός (γαλοπούλα ή διάνος)… …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… …   Dictionary of Greek

  • θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”